- ἄβαλε
- ἄβαλεO that . . !indeclform (expletive)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άβαλε — ἄβαλε και ἀβάλε, κυρίως ἆ βαλε επιφών. (AM) είθε, μακάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. ἀ + βάλε, πιθ. προστ. αόρ. τού βάλλω] … Dictionary of Greek
αβάλε — ἀβάλε και ἀβάλα και ἀβάλαι επιφών. (Μ) αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σημιτικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
ՄԱՐՏԱՆ — ( ) NBH 2 0230 Chronological Sequence: 6c, 13c, 14c մջ. ἁβάλε utinam, heu!. Իցէ՞ թէ. երանի՛ թէ. ... *(Մակբայք) ըղձիցն նշանակք են, իբրու թէ, իցի՞ւ, օշ, գուշ, մարտա՛ն. Թր. քեր.: Ուր վրիպակաւ՝ մարտն ընթեռնուն Երզն. եւ Նչ. վասն որոյ հարկին մեկնել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)